- ληινόμος
- ληϊνόμος, -ον (Α)αυτός που κατοικεί στους αγρούς, αγρότης, ξωμάχος.[ΕΤΥΜΟΛ. < λήϊον «αγρός σπαρμένος με σιτάρι» + -νόμος (< νόμος < νέμω), πρβλ. αγορα-νόμος, παιδο-νόμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ληινόμοι — ληινόμος dwelling in the country masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)